-
1 βουτυριέρα
η маслёнка -
2 маслёнка
-
3 масленка
масленкаж1. ἡ βουτυριέρα, τό βουτυ-ροδοχείον2. тех. τό ἐλαιοδοχείο[ν], τό λαδικό, τό λαδερό, τό λαδωτήρι. -
4 βουτυροδοχείον
το, βουτυροδόχος ο, η см. βουτυριέρα -
5 маслёнка
-и θ.1. βουτυριέρα, βουτυροδοχείο.2. λιπαντήρας, λαδερό, λαδωτήρι, γρασαδόρος, ελαιοδόκη.
См. также в других словарях:
βουτυριέρα — η γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση βουτύρου … Dictionary of Greek
βουτυροδοχείο — το δοχείο στο οποίο βάζουμε βούτυρο, βουτυριέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)